whitening$91798$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

whitening$91798$ - translation to ελληνικό

PROCESS OF REDUCING CORRELATION WITHIN ONE OR MORE SIGNALS
Signal-whitening; Signal whitening

whitening      
n. λεύκανση, άσπρισμα, λευκαντικό, τιτανοκονίδα, κόνη κιμωλιάς, λευκίσκος

Ορισμός

Whitening
·noun That which is used to render white; whiting.
II. Whitening ·noun The act or process of making or becoming white.
III. Whitening ·p.pr. & ·vb.n. of Whiten.

Βικιπαίδεια

Decorrelation

Decorrelation is a general term for any process that is used to reduce autocorrelation within a signal, or cross-correlation within a set of signals, while preserving other aspects of the signal. A frequently used method of decorrelation is the use of a matched linear filter to reduce the autocorrelation of a signal as far as possible. Since the minimum possible autocorrelation for a given signal energy is achieved by equalising the power spectrum of the signal to be similar to that of a white noise signal, this is often referred to as signal whitening.